κυβερνητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυβερνητικός η κυβερνητική το κυβερνητικό
      γενική του κυβερνητικού της κυβερνητικής του κυβερνητικού
    αιτιατική τον κυβερνητικό την κυβερνητική το κυβερνητικό
     κλητική κυβερνητικέ κυβερνητική κυβερνητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυβερνητικοί οι κυβερνητικές τα κυβερνητικά
      γενική των κυβερνητικών των κυβερνητικών των κυβερνητικών
    αιτιατική τους κυβερνητικούς τις κυβερνητικές τα κυβερνητικά
     κλητική κυβερνητικοί κυβερνητικές κυβερνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυβερνητικός < κυβερνώ + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.veɾ.ni.tiˈkos/

Επίθετο

κυβερνητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την κυβέρνηση, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που είναι φιλικά διακείμενος προς την κυβέρνηση
     συνώνυμα: φιλοκυβερνητικός
     αντώνυμα: αντικυβερνητικός
  3. που έχει σχέση με το κόμμα ή τα κόμματα που στηρίζουν μια κυβέρνηση ή ανήκει σ’ αυτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κυβερνητικός κυβερνητική τὸ κυβερνητικόν
      γενική τοῦ κυβερνητικοῦ τῆς κυβερνητικῆς τοῦ κυβερνητικοῦ
      δοτική τῷ κυβερνητικ τῇ κυβερνητικ τῷ κυβερνητικ
    αιτιατική τὸν κυβερνητικόν τὴν κυβερνητικήν τὸ κυβερνητικόν
     κλητική ! κυβερνητικέ κυβερνητική κυβερνητικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κυβερνητικοί αἱ κυβερνητικαί τὰ κυβερνητικᾰ́
      γενική τῶν κυβερνητικῶν τῶν κυβερνητικῶν τῶν κυβερνητικῶν
      δοτική τοῖς κυβερνητικοῖς ταῖς κυβερνητικαῖς τοῖς κυβερνητικοῖς
    αιτιατική τοὺς κυβερνητικούς τὰς κυβερνητικᾱ́ς τὰ κυβερνητικᾰ́
     κλητική ! κυβερνητικοί κυβερνητικαί κυβερνητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυβερνητικώ τὼ κυβερνητικᾱ́ τὼ κυβερνητικώ
      γεν-δοτ τοῖν κυβερνητικοῖν τοῖν κυβερνητικαῖν τοῖν κυβερνητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυβερνητικός < κυβερνάω + -τικός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerb- (στρέφω) ή προελληνική

Επίθετο

κυβερνητικός, -ή, -όν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.