κυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυβερνητικός | η | κυβερνητική | το | κυβερνητικό |
| γενική | του | κυβερνητικού | της | κυβερνητικής | του | κυβερνητικού |
| αιτιατική | τον | κυβερνητικό | την | κυβερνητική | το | κυβερνητικό |
| κλητική | κυβερνητικέ | κυβερνητική | κυβερνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυβερνητικοί | οι | κυβερνητικές | τα | κυβερνητικά |
| γενική | των | κυβερνητικών | των | κυβερνητικών | των | κυβερνητικών |
| αιτιατική | τους | κυβερνητικούς | τις | κυβερνητικές | τα | κυβερνητικά |
| κλητική | κυβερνητικοί | κυβερνητικές | κυβερνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.veɾ.ni.tiˈkos/
Επίθετο
κυβερνητικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- κυβερνητική
- → δείτε τη λέξη κυβερνώ
Μεταφράσεις
κυβερνητικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κυβερνητικός | ἡ | κυβερνητική | τὸ | κυβερνητικόν |
| γενική | τοῦ | κυβερνητικοῦ | τῆς | κυβερνητικῆς | τοῦ | κυβερνητικοῦ |
| δοτική | τῷ | κυβερνητικῷ | τῇ | κυβερνητικῇ | τῷ | κυβερνητικῷ |
| αιτιατική | τὸν | κυβερνητικόν | τὴν | κυβερνητικήν | τὸ | κυβερνητικόν |
| κλητική ὦ! | κυβερνητικέ | κυβερνητική | κυβερνητικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κυβερνητικοί | αἱ | κυβερνητικαί | τὰ | κυβερνητικᾰ́ |
| γενική | τῶν | κυβερνητικῶν | τῶν | κυβερνητικῶν | τῶν | κυβερνητικῶν |
| δοτική | τοῖς | κυβερνητικοῖς | ταῖς | κυβερνητικαῖς | τοῖς | κυβερνητικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | κυβερνητικούς | τὰς | κυβερνητικᾱ́ς | τὰ | κυβερνητικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | κυβερνητικοί | κυβερνητικαί | κυβερνητικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυβερνητικώ | τὼ | κυβερνητικᾱ́ | τὼ | κυβερνητικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | κυβερνητικοῖν | τοῖν | κυβερνητικαῖν | τοῖν | κυβερνητικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυβερνητικός < κυβερνάω + -τικός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerb- (στρέφω) ή προελληνική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.