συγκυβερνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκυβερνώ < συν- + κυβερνώ < αρχαία ελληνική κυβερνάω / κυβερνῶ
Συγγενικά
- συγκυβέρνηση
- συγκυβερνήτης
- → δείτε τις λέξεις συν και κυβερνώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγκυβερνώ | συγκυβερνούσα | θα συγκυβερνώ | να συγκυβερνώ | συγκυβερνώντας | |
| β' ενικ. | συγκυβερνείς | συγκυβερνούσες | θα συγκυβερνείς | να συγκυβερνείς | (συγκυβέρνει) | |
| γ' ενικ. | συγκυβερνεί | συγκυβερνούσε | θα συγκυβερνεί | να συγκυβερνεί | ||
| α' πληθ. | συγκυβερνούμε | συγκυβερνούσαμε | θα συγκυβερνούμε | να συγκυβερνούμε | ||
| β' πληθ. | συγκυβερνείτε | συγκυβερνούσατε | θα συγκυβερνείτε | να συγκυβερνείτε | συγκυβερνείτε | |
| γ' πληθ. | συγκυβερνούν(ε) | συγκυβερνούσαν(ε) | θα συγκυβερνούν(ε) | να συγκυβερνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγκυβέρνησα | θα συγκυβερνήσω | να συγκυβερνήσω | συγκυβερνήσει | ||
| β' ενικ. | συγκυβέρνησες | θα συγκυβερνήσεις | να συγκυβερνήσεις | συγκυβέρνησε | ||
| γ' ενικ. | συγκυβέρνησε | θα συγκυβερνήσει | να συγκυβερνήσει | |||
| α' πληθ. | συγκυβερνήσαμε | θα συγκυβερνήσουμε | να συγκυβερνήσουμε | |||
| β' πληθ. | συγκυβερνήσατε | θα συγκυβερνήσετε | να συγκυβερνήσετε | συγκυβερνήστε | ||
| γ' πληθ. | συγκυβέρνησαν συγκυβερνήσαν(ε) |
θα συγκυβερνήσουν(ε) | να συγκυβερνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συγκυβερνήσει | είχα συγκυβερνήσει | θα έχω συγκυβερνήσει | να έχω συγκυβερνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συγκυβερνήσει | είχες συγκυβερνήσει | θα έχεις συγκυβερνήσει | να έχεις συγκυβερνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συγκυβερνήσει | είχε συγκυβερνήσει | θα έχει συγκυβερνήσει | να έχει συγκυβερνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγκυβερνήσει | είχαμε συγκυβερνήσει | θα έχουμε συγκυβερνήσει | να έχουμε συγκυβερνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συγκυβερνήσει | είχατε συγκυβερνήσει | θα έχετε συγκυβερνήσει | να έχετε συγκυβερνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγκυβερνήσει | είχαν συγκυβερνήσει | θα έχουν συγκυβερνήσει | να έχουν συγκυβερνήσει |
| |
Μεταφράσεις
συγκυβερνώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.