κυβερνοχώρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυβερνοχώρος οι κυβερνοχώροι
      γενική του κυβερνοχώρου των κυβερνοχώρων
    αιτιατική τον κυβερνοχώρο τους κυβερνοχώρους
     κλητική κυβερνοχώρε κυβερνοχώροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυβερνοχώρος < κυβερνο- + χώρος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyberspace)

Ουσιαστικό

κυβερνοχώρος αρσενικό

  1. (νεολογισμός) (διαδίκτυο) ο εικονικός, πλασματικός χώρος που δημιουργείται χάρη στις εφαρμογές της κυβερνητικής, (επικοινωνία μεταξύ μηχανικών και ηλεκτρονικών συσκευών) και συνήθως σε σύνδεση με το διαδίκτυο (ίντερνετ)
  2. δίκτυο ανταλλαγής πληροφορίας χωρίς αναγκαστικά να είναι συνδεδεμένο με το διαδίκτυο
    (όμως το διαδίκτυο είναι σαφώς ο πληρέστερος κυβερνοχώρος)
  3. (πληροφορική) η τρισδιάστατη απεικόνιση ενός εικονικού περιβάλλοντος μέσα σε ένα ηλεκτρονικό δίκτυο

Συγγενικά

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.