κυβερνών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυβερνών
& κυβερνώντας
η κυβερνώσα το κυβερνών
      γενική του κυβερνώντος
& κυβερνώντα
της κυβερνώσας
& κυβερνώσης*
του κυβερνώντος
    αιτιατική τον κυβερνώντα την κυβερνώσα το κυβερνών
     κλητική κυβερνών
& κυβερνώντα
κυβερνώσα κυβερνών
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυβερνώντες οι κυβερνώσες τα κυβερνώντα
      γενική των κυβερνώντων των κυβερνωσών των κυβερνώντων
    αιτιατική τους κυβερνώντες τις κυβερνώσες τα κυβερνώντα
     κλητική κυβερνώντες κυβερνώσες κυβερνώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυβερνών < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κυβερνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερνῶν μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κυβερνῶ, συνηρημένου τύπου του κυβερνάω

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.veɾˈnon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυβερνών}

Μετοχή

κυβερνών, -ώσα, -ών

  • (λόγιο) που κυβερνά
    η κυβερνώσα παράταξη
    το κυβερνών κόμμα είναι συνήθως πλειοψηφούν στις εκλογές
  • (ως ουσιαστικό) οι κυβερνώντες: αυτοί που κυβερνούν, η κυβέρνηση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.