ακυβέρνητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακυβέρνητα < ακυβέρνητ(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ciˈveɾ.ni.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακυβέρνητα

Επίρρημα

ακυβέρνητα (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.