διευθύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διευθύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διευθύνω (κάνω ίσιο, κυβερνάω) < δι- + αρχαία ελληνική εὐθύνω < εὐθύς & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική diriger

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.eˈfθi.no/ & /ði̯eˈfθi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διευθύνω

Ρήμα

διευθύνω, πρτ.: διηύθυνα, αόρ.: διηύθυνα, παθ.φωνή: διευθύνομαι, π.αόρ.: διευθύνθηκα

  1. διοικώ, ασκώ την διεύθυνση, κουμαντάρω
  2. κατευθύνω

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
διευθυν- 

 δείτε και τις λέξεις διά και ευθύνομαι

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διευθύνω (ελληνιστική κοινή) < (διά) δι- + αρχαία ελληνική grc < εὐθύς

Ρήμα

διευθύνω

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.