πλοίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλοίο | τα | πλοία |
| γενική | του | πλοίου | των | πλοίων |
| αιτιατική | το | πλοίο | τα | πλοία |
| κλητική | πλοίο | πλοία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- πλοίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλοῖον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλοί‐ο
Ουσιαστικό
πλοίο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) μεγάλο σκάφος με δυνατότητα επιβίωσης των επιβατών για κάποιο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
σύνθετα
- πλοιαρχία, πλοίαρχος, πλοιαρχώ
- πλοιοκτησία, πλοιοκτήτης - πλοιοκτήτρια
- ποταμόπλοιο
- αερόπλοιο
- διαστημόπλοιο
→ και δείτε τη λέξη πλέω
Μεταφράσεις
πλοίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.