έλεγχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έλεγχος οι έλεγχοι
      γενική του ελέγχου
& έλεγχου
των ελέγχων
    αιτιατική τον έλεγχο τους ελέγχους
     κλητική έλεγχε έλεγχοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έλεγχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔλεγχος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrôle[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.leŋ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έλεγχος

Ουσιαστικό

έλεγχος αρσενικό

  1. η ενέργεια του ελέγχω
  2. η λεπτομερής εξέταση προκειμένου να βρεθούν λάθη, παραλείψεις, παρατυπίες κλπ
    μπήκε στο λεωφορείο ο ελεγκτής και έκανε έλεγχο στα εισιτήριά μας
  3. ο περιορισμός των διαστάσεων ή των συνεπειών ενός ανεπιθύμητου ή καταστροφικού φαινομένου στα επιθυμητά ή ανεκτά επίπεδα
    οι πυροσβέστες έθεσαν υπό έλεγχο την πυρκαγιά
  4. η συγκράτηση, η πειθάρχηση
    είναι καλό να διατηρούμε τον έλεγχο στις αντιδράσεις μας
  5. το να κατευθύνω και να καθορίζω τη λειτουργία μιας μηχανής, ενός οχήματος κλπ
    ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου λόγω υπερβολικής ταχύτητας
  6. η κυριαρχία σε έναν τόπο
    μετά την ήττα τους έχασαν τον έλεγχο των Στενών του Ελλησπόντου
  7. η αξιολόγηση και η κρίση
    μετά τη δημοσιογραφική έρευνα πρέπει να ακολουθεί ο έλεγχος των πληροφοριών
  8. η αποδοκιμασία, η επίπληξη ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης
    μετά την άδικη πράξη ακολουθεί ο έλεγχος από τη συνείδησή μας
  9. (στο σχολείο) το έγγραφο με την προφορική βαθμολογία ενός μαθητή που δίνεται στον κηδεμόνα στο τέλος κάθε τριμήνου ή τετραμήνου

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.