κυβερνώμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυβερνώμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερνῶμαι, συνηρημένος τύπος του κυβερνάομαι → και δείτε τη λέξη κυβερνάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.veɾˈno.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βερ‐νώ‐μαι
Ρηματικός τύπος
κυβερνώμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κυβερνώ (λογιότερος τύπος του κυβερνιέμαι παθητικός τύπος του κυβερνάω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.