διακυβερνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακυβερνώ < αρχαία ελληνική διακυβερνάω / διακυβερνῶ < διά + κυβερνάω / κυβερνῶ
Συγγενικά
- διακυβέρνηση
- → δείτε τις λέξεις διά και κυβερνώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακυβερνάω - διακυβερνώ | διακυβερνούσα | θα διακυβερνάω - διακυβερνώ | να διακυβερνάω - διακυβερνώ | διακυβερνώντας | |
| β' ενικ. | διακυβερνάς | διακυβερνούσες | θα διακυβερνάς | να διακυβερνάς | διακυβέρνα - διακυβέρναγε | |
| γ' ενικ. | διακυβερνάει - διακυβερνά | διακυβερνούσε | θα διακυβερνάει - διακυβερνά | να διακυβερνάει - διακυβερνά | ||
| α' πληθ. | διακυβερνάμε - διακυβερνούμε | διακυβερνούσαμε | θα διακυβερνάμε - διακυβερνούμε | να διακυβερνάμε - διακυβερνούμε | ||
| β' πληθ. | διακυβερνάτε | διακυβερνούσατε | θα διακυβερνάτε | να διακυβερνάτε | διακυβερνάτε | |
| γ' πληθ. | διακυβερνάν(ε) - διακυβερνούν(ε) | διακυβερνούσαν(ε) | θα διακυβερνάν(ε) - διακυβερνούν(ε) | να διακυβερνάν(ε) - διακυβερνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακυβέρνησα | θα διακυβερνήσω | να διακυβερνήσω | διακυβερνήσει | ||
| β' ενικ. | διακυβέρνησες | θα διακυβερνήσεις | να διακυβερνήσεις | διακυβέρνα - διακυβέρνησε | ||
| γ' ενικ. | διακυβέρνησε | θα διακυβερνήσει | να διακυβερνήσει | |||
| α' πληθ. | διακυβερνήσαμε | θα διακυβερνήσουμε | να διακυβερνήσουμε | |||
| β' πληθ. | διακυβερνήσατε | θα διακυβερνήσετε | να διακυβερνήσετε | διακυβερνήστε | ||
| γ' πληθ. | διακυβέρνησαν διακυβερνήσαν(ε) |
θα διακυβερνήσουν(ε) | να διακυβερνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διακυβερνήσει | είχα διακυβερνήσει | θα έχω διακυβερνήσει | να έχω διακυβερνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διακυβερνήσει | είχες διακυβερνήσει | θα έχεις διακυβερνήσει | να έχεις διακυβερνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διακυβερνήσει | είχε διακυβερνήσει | θα έχει διακυβερνήσει | να έχει διακυβερνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακυβερνήσει | είχαμε διακυβερνήσει | θα έχουμε διακυβερνήσει | να έχουμε διακυβερνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διακυβερνήσει | είχατε διακυβερνήσει | θα έχετε διακυβερνήσει | να έχετε διακυβερνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακυβερνήσει | είχαν διακυβερνήσει | θα έχουν διακυβερνήσει | να έχουν διακυβερνήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.