πηδάλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πηδάλιο | τα | πηδάλια |
| γενική | του | πηδαλίου & πηδάλιου |
των | πηδαλίων |
| αιτιατική | το | πηδάλιο | τα | πηδάλια |
| κλητική | πηδάλιο | πηδάλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πηδάλιο (1)

ένα πηδάλιο (2), το οποίο διακρίνεται (εδώ) μπροστά από την προπέλα
Ετυμολογία
- πηδάλιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πηδάλιον (φαρδύ κουπί το οποίο χρησιμοποιούσαν για να κατευθύνουν το πλοίο)[1] < *πήδ-α-λον < πηδόν
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈða.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐δά‐λι‐ο
Ουσιαστικό
πηδάλιο ουδέτερο
- το τιμόνι πλοίου
- (ναυτικός όρος) κινητό όργανο που βρίσκεται στο πίσω μέρος του πλοίου, κάτω από το νερό. Ελέγχει και τηρεί τη διεύθυνση του πλοίου και την πραγματοποίηση ελιγμών
- (κατ’ επέκταση) όλα τα όργανα που εξυπηρετούν στον έλεγχο του σκάφους
- μέρος του μηχανισμού των ρολογιών, με το οποίο αυξάνεται ή μειώνεται το μήκος του σπειροειδούς ελατηρίου τους
- (μεταφορικά) η διακυβέρνηση, η διοίκηση, ο έλεγχος ενός κράτους, ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κ.λπ.
Συγγενικά
- Πηδάλιο(ν)
- πηδαλιουχία
- πηδαλιούχος
- πηδαλιουχώ
- πηδαλιουχούμενος
Πολυλεκτικοί όροι
- πηδάλιο κλίσης
- πηδάλιο ανόδου-καθόδου
- πηδάλιο διεύθυνσης
Αναφορές
- πηδάλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.