πηδάλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηδάλιο τα πηδάλια
      γενική του πηδαλίου
& πηδάλιου
των πηδαλίων
    αιτιατική το πηδάλιο τα πηδάλια
     κλητική πηδάλιο πηδάλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πηδάλιο (1)
ένα πηδάλιο (2), το οποίο διακρίνεται (εδώ) μπροστά από την προπέλα

Ετυμολογία

πηδάλιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πηδάλιον (φαρδύ κουπί το οποίο χρησιμοποιούσαν για να κατευθύνουν το πλοίο)[1] < *πήδ-α-λον < πηδόν

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈða.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πηδάλιο

Ουσιαστικό

πηδάλιο ουδέτερο

  1. το τιμόνι πλοίου
  2. (ναυτικός όρος) κινητό όργανο που βρίσκεται στο πίσω μέρος του πλοίου, κάτω από το νερό. Ελέγχει και τηρεί τη διεύθυνση του πλοίου και την πραγματοποίηση ελιγμών
  3. μέρος του μηχανισμού των ρολογιών, με το οποίο αυξάνεται ή μειώνεται το μήκος του σπειροειδούς ελατηρίου τους
  4. (μεταφορικά) η διακυβέρνηση, η διοίκηση, ο έλεγχος ενός κράτους, ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κ.λπ.

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.