αντικυβερνητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικυβερνητικός η αντικυβερνητική το αντικυβερνητικό
      γενική του αντικυβερνητικού της αντικυβερνητικής του αντικυβερνητικού
    αιτιατική τον αντικυβερνητικό την αντικυβερνητική το αντικυβερνητικό
     κλητική αντικυβερνητικέ αντικυβερνητική αντικυβερνητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικυβερνητικοί οι αντικυβερνητικές τα αντικυβερνητικά
      γενική των αντικυβερνητικών των αντικυβερνητικών των αντικυβερνητικών
    αιτιατική τους αντικυβερνητικούς τις αντικυβερνητικές τα αντικυβερνητικά
     κλητική αντικυβερνητικοί αντικυβερνητικές αντικυβερνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντικυβερνητικός < αντι- + κυβερνητικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antigouvernemental)

Επίθετο

αντικυβερνητικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.