κυβέρνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυβέρνηση | οι | κυβερνήσεις |
| γενική | της | κυβέρνησης* | των | κυβερνήσεων |
| αιτιατική | την | κυβέρνηση | τις | κυβερνήσεις |
| κλητική | κυβέρνηση | κυβερνήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κυβερνήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυβέρνηση (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβέρνη(σις) (κυβέρνηση πλοίου, διοίκηση πόλης) + -ση (<κυβερνάω) & σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική governo [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈveɾ.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βέρ‐νη‐ση
Ουσιαστικό
κυβέρνηση θηλυκό
- η εκτελεστική εξουσία ενός κράτους και το σύνολο των προσώπων που την ασκούν
- ↪ Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος.
- ↪ Στην Ελλάδα επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος ορίζει τους υπόλοιπους υπουργούς.
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- σκιώδης κυβέρνηση
- οικουμενική κυβέρνηση
- με καμία κυβέρνηση: με κανέναν τρόπο, ότι και να γίνει
Σύνθετα
- αντικυβέρνηση
- αυτοκυβέρνηση
- διακυβέρνηση
- παρακυβέρνηση
- συγκυβέρνηση
- ψευδοκυβέρνηση
- λήγουν σε -κυβέρνηση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πολυλεκτικοί όροι
- κυβέρνηση εθνικής ενότητας
- κυβέρνηση μειοψηφίας
- μεταβατική κυβέρνηση
Μεταφράσεις
κυβέρνηση
|
Αναφορές
- κυβέρνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.