κυβέρνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβέρνηση οι κυβερνήσεις
      γενική της κυβέρνησης* των κυβερνήσεων
    αιτιατική την κυβέρνηση τις κυβερνήσεις
     κλητική κυβέρνηση κυβερνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυβερνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυβέρνηση (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβέρνη(σις) (κυβέρνηση πλοίου, διοίκηση πόλης) + -ση (<κυβερνάω) & σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική governo [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈveɾ.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυβέρνηση

Ουσιαστικό

κυβέρνηση θηλυκό

  • η εκτελεστική εξουσία ενός κράτους και το σύνολο των προσώπων που την ασκούν
    Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος.
    Στην Ελλάδα επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος ορίζει τους υπόλοιπους υπουργούς.

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κυβερνάω / κυβερνώ

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.