control

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

control < (κληρονομημένο) μέση αγγλική controllen < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική contrerole[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kənˈtɹəʊl/ & /kənˈt(ʃ)ɹoʊl/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: control

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
control controls

control (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο έλεγχος, η εξουσία του να παίρνω αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας μιας χώρας, μιας περιοχής, ενός οργανισμού κτλ.
    The country that put its neighboring lands under its control was condemned.
    Καταδικάστηκε η χώρα που έθεσε υπό τον έλεγχό της τα γειτονικά εδάφη.
    They have control over a province.
    Έχουν εξουσία πάνω σε μια επαρχία.
  2. (μη μετρήσιμο) ο έλεγχος, η επιβολή, η ικανότητα να κάνω κάποιον ή κάτι να κάνει αυτό που θέλω
    He lost control of the car and fell off the cliff.
    Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό.
    They have no control over the children.
    Δεν έχουν επιβολή στα παιδιά.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως σε σύνθετα) ο έλεγχος, η ενέργεια του να ελέγχω ή του να περιορίζω κάτι· μια μέθοδο για να γίνει αυτό
    gun/crime control - έλεγχος των εξοπλισμών/της εγκληματικότητας
  4. η ρύθμιση
  5. η διακυβέρνηση
  6. (πληροφορική) στο πληκτρολόγιο πλήκτρο τροποποίησης (modifier key)
    συντομογραφίες: ctrl, Ctrl, CTRL
    δείτε επίσης: Control+C
    δείτε επίσης: Control key στην αγγλική Βικιπαίδεια
  7. (πληροφορική, GUI) βλ. συνώνυμο: widget (γραφικό στοιχείο)

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας control
γ΄ ενικό ενεστώτα controls
αόριστος controlled
παθητική μετοχή controlled
ενεργητική μετοχή controlling

control (en)

  1. ελέγχω
    Do you control the system?
    Εσύ ελέγχεις το σύστημα;
  2. ρυθμίζω
  3. κυβερνώ

Πολυλεκτικοί όροι

Αναφορές

  1. control, στο λεξικό Merriam-Webster

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.