χειρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χειρίζομαι < αρχαία ελληνική χειρίζω < χείρ
Ρήμα
χειρίζομαι
- δίνω τις απαραίτητες εντολές ή κάνω τους απαραίτητους χειρισμούς ώστε να λειτουργήσει ένα μηχάνημα και να επιτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο
- είμαι ο αρμόδιος να ασχοληθώ και έχω την ευθύνη του χειρισμού μιας υπόθεσης νομικής, πολιτικής κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.