χειρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χειρίζομαι < αρχαία ελληνική χειρίζω < χείρ

Ρήμα

χειρίζομαι

  1. δίνω τις απαραίτητες εντολές ή κάνω τους απαραίτητους χειρισμούς ώστε να λειτουργήσει ένα μηχάνημα και να επιτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο
  2. είμαι ο αρμόδιος να ασχοληθώ και έχω την ευθύνη του χειρισμού μιας υπόθεσης νομικής, πολιτικής κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.