ενδοκυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοκυβερνητικός | η | ενδοκυβερνητική | το | ενδοκυβερνητικό |
| γενική | του | ενδοκυβερνητικού | της | ενδοκυβερνητικής | του | ενδοκυβερνητικού |
| αιτιατική | τον | ενδοκυβερνητικό | την | ενδοκυβερνητική | το | ενδοκυβερνητικό |
| κλητική | ενδοκυβερνητικέ | ενδοκυβερνητική | ενδοκυβερνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοκυβερνητικοί | οι | ενδοκυβερνητικές | τα | ενδοκυβερνητικά |
| γενική | των | ενδοκυβερνητικών | των | ενδοκυβερνητικών | των | ενδοκυβερνητικών |
| αιτιατική | τους | ενδοκυβερνητικούς | τις | ενδοκυβερνητικές | τα | ενδοκυβερνητικά |
| κλητική | ενδοκυβερνητικοί | ενδοκυβερνητικές | ενδοκυβερνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδοκυβερνητικός < ενδο- + κυβερνητικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) intergovernmental)
Επίθετο
ενδοκυβερνητικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που αναφέρεται στις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους τα μέλη μιας κυβέρνησης ή οι πολιτικοί σχηματισμοί που την στηρίζουν
- Σε νέα σύσκεψη των κυβερνητικών εταίρων εντός των επομένων εικοσιτετραώρων, αν και ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί πότε ακριβώς θα γίνει, παραπέμπεται η επίλυση των ενδοκυβερνητικών τριβών. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.