συγκυβέρνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκυβέρνηση | οι | συγκυβερνήσεις |
| γενική | της | συγκυβέρνησης* | των | συγκυβερνήσεων |
| αιτιατική | τη | συγκυβέρνηση | τις | συγκυβερνήσεις |
| κλητική | συγκυβέρνηση | συγκυβερνήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγκυβερνήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκυβέρνηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συγκυβέρνησις < σύν (συγ-) + αρχαία ελληνική κυβέρνησις [1] < κυβερνάω / κυβερνῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟiˈveɾ.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκυ‐βέρ‐νη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κυ‐βέρ‐νη‐ση
Ουσιαστικό
συγκυβέρνηση θηλυκό
- (πολιτική) η άσκηση του κυβερνητικού έργου από δύο ή περισσότερα κόμματα (ή άτομα)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις συγκυβερνώ και κυβερνώ
Μεταφράσεις
συγκυβέρνηση
|
|
Αναφορές
- συγκυβέρνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.