πλεούμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλεούμενο | τα | πλεούμενα |
| γενική | του | πλεούμενου | των | πλεούμενων |
| αιτιατική | το | πλεούμενο | τα | πλεούμενα |
| κλητική | πλεούμενο | πλεούμενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλεούμενο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλεούμενον.[1] πλέ(ω) + -ούμενο, ουδέτερο των μετοχών σε -ούμενος [2] κυριολεκτικά: αυτό που πλέει
Προφορά
- ΔΦΑ : /pleˈu.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐ού‐με‐νο
Ουσιαστικό
πλεούμενο ουδέτερο
- μέσο μεταφοράς που επιπλέει
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
Μεταφράσεις
πλεούμενο
Αναφορές
- s.v. «πλέω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πλεούμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.