ακυβερνησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακυβερνησία οι ακυβερνησίες
      γενική της ακυβερνησίας των ακυβερνησιών
    αιτιατική την ακυβερνησία τις ακυβερνησίες
     κλητική ακυβερνησία ακυβερνησίες
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακυβερνησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυβερνησία (ακαθοδήγητος)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ci.ve.ɾniˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακυβερνησία

Ουσιαστικό

ακυβερνησία θηλυκό

  • η έλλειψη ουσιαστικού κυβερνητικού έργου και κυβερνητικών παρεμβάσεων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.