κυβερνήτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυβερνήτης οι κυβερνήτες
      γενική του κυβερνήτη των κυβερνητών
    αιτιατική τον κυβερνήτη τους κυβερνήτες
     κλητική κυβερνήτη κυβερνήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυβερνήτης < αρχαία ελληνική κυβερνήτης

Ουσιαστικό

κυβερνήτης αρσενικό (θηλυκό κυβερνήτρια)

  1. αυτός που κυβερνά ένα σκάφος, ο καπετάνιος (για πλοία) ή ο πιλότος (για αεροσκάφη)
  2. ο ανώτερος άρχοντας μιας πολιτείας ή μιας περιοχής που συνήθως ανήκει σε μια ομοσπονδία ή σε μια αυτοκρατορία
  3. (γενικότερα) ο αρχηγός ενός κράτους ή κυβέρνησης (τιμητικός χαρακτηρισμός χωρίς επίσημο χαρακτήρα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.