κυβερνήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κυβερνήτης | οι | κυβερνήτες |
| γενική | του | κυβερνήτη | των | κυβερνητών |
| αιτιατική | τον | κυβερνήτη | τους | κυβερνήτες |
| κλητική | κυβερνήτη | κυβερνήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυβερνήτης < αρχαία ελληνική κυβερνήτης
Ουσιαστικό
κυβερνήτης αρσενικό (θηλυκό κυβερνήτρια)
- αυτός που κυβερνά ένα σκάφος, ο καπετάνιος (για πλοία) ή ο πιλότος (για αεροσκάφη)
- ο ανώτερος άρχοντας μιας πολιτείας ή μιας περιοχής που συνήθως ανήκει σε μια ομοσπονδία ή σε μια αυτοκρατορία
- ο τίτλος με τον οποίο κυβέρνησε την Ελληνική Πολιτεία ο Ιωάννης Καποδίστριας
- (γενικότερα) ο αρχηγός ενός κράτους ή κυβέρνησης (τιμητικός χαρακτηρισμός χωρίς επίσημο χαρακτήρα)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.