εξουσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξουσία οι εξουσίες
      γενική της εξουσίας των εξουσιών
    αιτιατική την εξουσία τις εξουσίες
     κλητική εξουσία εξουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξουσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξουσία[1] < ἐξοῦσ(α) + -ία, θηλυκό της μετοχής ἐξών του απρόσωπου ρήματος ἔξεστι[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksuˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξουσία

Ουσιαστικό

εξουσία θηλυκό

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
εξουσ- 

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εξουσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.