διακυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διακυβερνητικός | η | διακυβερνητική | το | διακυβερνητικό |
| γενική | του | διακυβερνητικού | της | διακυβερνητικής | του | διακυβερνητικού |
| αιτιατική | τον | διακυβερνητικό | τη | διακυβερνητική | το | διακυβερνητικό |
| κλητική | διακυβερνητικέ | διακυβερνητική | διακυβερνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διακυβερνητικοί | οι | διακυβερνητικές | τα | διακυβερνητικά |
| γενική | των | διακυβερνητικών | των | διακυβερνητικών | των | διακυβερνητικών |
| αιτιατική | τους | διακυβερνητικούς | τις | διακυβερνητικές | τα | διακυβερνητικά |
| κλητική | διακυβερνητικοί | διακυβερνητικές | διακυβερνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διακυβερνητικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.