ιερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιερός η ιερή το ιερό
      γενική του ιερού της ιερής του ιερού
    αιτιατική τον ιερό την ιερή το ιερό
     κλητική ιερέ ιερή ιερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιεροί οι ιερές τα ιερά
      γενική των ιερών των ιερών των ιερών
    αιτιατική τους ιερούς τις ιερές τα ιερά
     κλητική ιεροί ιερές ιερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερός[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.eˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιερός

Επίθετο

ιερός -ή -ό

  1. που έχει μεγάλη θρησκευτική αξία και αντιμετωπίζεται με σεβασμό και δέος
  2. που έχει μεγάλη ισχύ ή θεϊκή δύναμη

Εκφράσεις

  • δεν έχει ιερά και όσια, δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο (δε σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικές αναστολές)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ιερ- 

και

Δε σχετίζεται ο ἱέραξ (γεράκι).

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ιερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ιερός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.