saint
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| saint | saints |
saint (en)
- (θρησκεία) ο άγιος, ο τιμώμενος από την χριστιανική εκκλησία για τον τρόπο ζωής του τα θαύματα και το έργο του, κατ' επέκταση αντίστοιχο πρόσωπο άλλων θρησκειών
- (μεταφορικά) άτομο με προσωπικά χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στους αγίους
- She has so much patience with those children... she's a real saint.
- Κάνει τόση υπομονή με εκείνα τα παιδιά... είναι πράγματι άγιος άνθρωπος.
- (αυτοαποκαλούμενος) ο Μορμόνος λόγο του επίσημου ονόματος της εκκλησίας τους (The Church of Jesus Christ of Latter-day Saints - LDS Church)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sɛ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | saint | saints |
| θηλυκό | sainte | saintes |
saint (fr)
- (θρησκεία) ο άγιος, ο τιμώμενος από την χριστιανική εκκλησία για τον τρόπο ζωής του
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.