saint

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
saint saints

saint (en)

  1. (θρησκεία) ο άγιος, ο τιμώμενος από την χριστιανική εκκλησία για τον τρόπο ζωής του τα θαύματα και το έργο του, κατ' επέκταση αντίστοιχο πρόσωπο άλλων θρησκειών
  2. (μεταφορικά) άτομο με προσωπικά χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στους αγίους
    • She has so much patience with those children... she's a real saint.
    Κάνει τόση υπομονή με εκείνα τα παιδιά... είναι πράγματι άγιος άνθρωπος.
  3. (αυτοαποκαλούμενος) ο Μορμόνος λόγο του επίσημου ονόματος της εκκλησίας τους (The Church of Jesus Christ of Latter-day Saints - LDS Church)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /sɛ̃/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό saint saints
θηλυκό sainte saintes

saint (fr)

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό saint saints
θηλυκό sainte saintes

saint (fr)

  • (θρησκεία) ο άγιος, ο τιμώμενος από την χριστιανική εκκλησία για τον τρόπο ζωής του

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.