ιεραρχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιεραρχικός | η | ιεραρχική | το | ιεραρχικό |
| γενική | του | ιεραρχικού | της | ιεραρχικής | του | ιεραρχικού |
| αιτιατική | τον | ιεραρχικό | την | ιεραρχική | το | ιεραρχικό |
| κλητική | ιεραρχικέ | ιεραρχική | ιεραρχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιεραρχικοί | οι | ιεραρχικές | τα | ιεραρχικά |
| γενική | των | ιεραρχικών | των | ιεραρχικών | των | ιεραρχικών |
| αιτιατική | τους | ιεραρχικούς | τις | ιεραρχικές | τα | ιεραρχικά |
| κλητική | ιεραρχικοί | ιεραρχικές | ιεραρχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιεραρχικός < μεσαιωνική ελληνική ἱεραρχικός < ἱεραρχία < αρχαία ελληνική ἱερεύς + ἄρχω
Επίθετο
ιεραρχικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ιεραρχικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.