αφιερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφιερώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφιερόω < ἀπό (ἀφ-) + ἱερόω < ἱερός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική consacrer) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fi.eˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φι‐ε‐ρώ‐να
Ρήμα
αφιερώνω, αόρ.: αφιέρωσα, παθ.φωνή: αφιερώνομαι, π.αόρ.: αφιερώθηκα, μτχ.π.π.: αφιερωμένος
- προσφέρω κάτι στον Θεό
- προσφέρω τιμητικά κάτι σε κάποιον
- ασχολούμαι με κάτι ψυχή τε και σώματι, ολοκληρωτικά
- διαθέτω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφιερώνω | αφιέρωνα | θα αφιερώνω | να αφιερώνω | αφιερώνοντας | |
| β' ενικ. | αφιερώνεις | αφιέρωνες | θα αφιερώνεις | να αφιερώνεις | αφιέρωνε | |
| γ' ενικ. | αφιερώνει | αφιέρωνε | θα αφιερώνει | να αφιερώνει | ||
| α' πληθ. | αφιερώνουμε | αφιερώναμε | θα αφιερώνουμε | να αφιερώνουμε | ||
| β' πληθ. | αφιερώνετε | αφιερώνατε | θα αφιερώνετε | να αφιερώνετε | αφιερώνετε | |
| γ' πληθ. | αφιερώνουν(ε) | αφιέρωναν αφιερώναν(ε) |
θα αφιερώνουν(ε) | να αφιερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αφιέρωσα | θα αφιερώσω | να αφιερώσω | αφιερώσει | ||
| β' ενικ. | αφιέρωσες | θα αφιερώσεις | να αφιερώσεις | αφιέρωσε | ||
| γ' ενικ. | αφιέρωσε | θα αφιερώσει | να αφιερώσει | |||
| α' πληθ. | αφιερώσαμε | θα αφιερώσουμε | να αφιερώσουμε | |||
| β' πληθ. | αφιερώσατε | θα αφιερώσετε | να αφιερώσετε | αφιερώστε | ||
| γ' πληθ. | αφιέρωσαν αφιερώσαν(ε) |
θα αφιερώσουν(ε) | να αφιερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αφιερώσει | είχα αφιερώσει | θα έχω αφιερώσει | να έχω αφιερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αφιερώσει | είχες αφιερώσει | θα έχεις αφιερώσει | να έχεις αφιερώσει | έχε αφιερωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αφιερώσει | είχε αφιερώσει | θα έχει αφιερώσει | να έχει αφιερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφιερώσει | είχαμε αφιερώσει | θα έχουμε αφιερώσει | να έχουμε αφιερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αφιερώσει | είχατε αφιερώσει | θα έχετε αφιερώσει | να έχετε αφιερώσει | έχετε αφιερωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αφιερώσει | είχαν αφιερώσει | θα έχουν αφιερώσει | να έχουν αφιερώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αφιερωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αφιερωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αφιερωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αφιερωμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφιερώνομαι | αφιερωνόμουν(α) | θα αφιερώνομαι | να αφιερώνομαι | ||
| β' ενικ. | αφιερώνεσαι | αφιερωνόσουν(α) | θα αφιερώνεσαι | να αφιερώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | αφιερώνεται | αφιερωνόταν(ε) | θα αφιερώνεται | να αφιερώνεται | ||
| α' πληθ. | αφιερωνόμαστε | αφιερωνόμαστε αφιερωνόμασταν |
θα αφιερωνόμαστε | να αφιερωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αφιερώνεστε | αφιερωνόσαστε αφιερωνόσασταν |
θα αφιερώνεστε | να αφιερώνεστε | (αφιερώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αφιερώνονται | αφιερώνονταν αφιερωνόντουσαν |
θα αφιερώνονται | να αφιερώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αφιερώθηκα | θα αφιερωθώ | να αφιερωθώ | αφιερωθεί | ||
| β' ενικ. | αφιερώθηκες | θα αφιερωθείς | να αφιερωθείς | αφιερώσου | ||
| γ' ενικ. | αφιερώθηκε | θα αφιερωθεί | να αφιερωθεί | |||
| α' πληθ. | αφιερωθήκαμε | θα αφιερωθούμε | να αφιερωθούμε | |||
| β' πληθ. | αφιερωθήκατε | θα αφιερωθείτε | να αφιερωθείτε | αφιερωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αφιερώθηκαν αφιερωθήκαν(ε) |
θα αφιερωθούν(ε) | να αφιερωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αφιερωθεί | είχα αφιερωθεί | θα έχω αφιερωθεί | να έχω αφιερωθεί | αφιερωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αφιερωθεί | είχες αφιερωθεί | θα έχεις αφιερωθεί | να έχεις αφιερωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αφιερωθεί | είχε αφιερωθεί | θα έχει αφιερωθεί | να έχει αφιερωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφιερωθεί | είχαμε αφιερωθεί | θα έχουμε αφιερωθεί | να έχουμε αφιερωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αφιερωθεί | είχατε αφιερωθεί | θα έχετε αφιερωθεί | να έχετε αφιερωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αφιερωθεί | είχαν αφιερωθεί | θα έχουν αφιερωθεί | να έχουν αφιερωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφιερωμένος - είμαστε, είστε, είναι αφιερωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφιερωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφιερωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφιερωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφιερωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφιερωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφιερωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αφιερώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.