ιερέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιερέας | οι | ιερείς |
| γενική | του | ιερέα & ιερέως |
των | ιερέων |
| αιτιατική | τον | ιερέα | τους | ιερείς |
| κλητική | ιερέα | ιερείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιερέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερεύς (όχι η αρχαία σημασία του θυσιαστή)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.eˈɾe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρέ‐ας
Ουσιαστικό
ιερέας αρσενικό (θηλυκό ιέρεια)
- (επάγγελμα, θρησκεία) ο λειτουργός μιας θρησκείας, ο επιφορτισμένος με τα καθήκοντα τέλεσης των θρησκευτικών τελετών, της φροντίδας για τους ναούς και της πνευματικής καθοδήγησης των πιστών
- ※ Ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε ούτε το επάγγελμα του ιερέα, με επακόλουθο το γάμο και την πατρότητα , ούτε τη μοναστική ζωή . Προτίμησε το επάγγελμα του ψάλτη (Guy Saunier, Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, 2001, σελ. 275)
- (ειδικότερα) αυτός που κατέχει στις χριστιανικές εκκλησίες το δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης
- (ειδικότερα, ιστορία) προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του τρίτου βαθμού (τρίτη τάξη) της Φιλικής Εταιρείας
- → προηγούμενος βαθμός: συστημένος
- → επόμενος βαθμός: ποιμένας
- ※ Οι ιερείς της Εταιρείας αποτελούσαν ανώτερον τάξιν εις τον οργανισμόν της. Ελέγοντο ιερείς, χωρίς να είναι κληρικοί. Δια την εκλογήν και μύησίν των, κατεβάλλετο ιδιατέρα προσοχή, διότι εις αυτούς ανεκοινούτο πλέον ο σκοπός της Εταιρείας.
- Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄. Αθήνα: Τύποις Παναγιωτίδη & Παύλου, ²1940, σ. 135.
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ιερέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.