ιεραποστολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιεραποστολή | οι | ιεραποστολές |
| γενική | της | ιεραποστολής | των | ιεραποστολών |
| αιτιατική | την | ιεραποστολή | τις | ιεραποστολές |
| κλητική | ιεραποστολή | ιεραποστολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιεραποστολή < ιερός + αποστολή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mission)
Ουσιαστικό
ιεραποστολή θηλυκό
Συγγενικά
- ιεραποστολικά
- ιεραποστολικός
- ιεραπόστολος
- → δείτε τις λέξεις ιερός, αποστολή και στέλνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.