ιεράρχηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεράρχηση οι ιεραρχήσεις
      γενική της ιεράρχησης* των ιεραρχήσεων
    αιτιατική την ιεράρχηση τις ιεραρχήσεις
     κλητική ιεράρχηση ιεραρχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιεραρχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεράρχηση < ιεραρχώ

Ουσιαστικό

ιεράρχηση θηλυκό

  • το να ιεραρχεί κανείς τα πράγματα, το να βάζει σε μια συγκεκριμένη αξιολογική σειρά ένα σύνολο στοιχείων ώστε να δοθεί προτεραιότητα στο πιο επείγον ή το πιο σημαντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.