πρωθιέρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωθιέρεια οι πρωθιέρειες
      γενική της πρωθιέρειας των πρωθιερειών
    αιτιατική την πρωθιέρεια τις πρωθιέρειες
     κλητική πρωθιέρεια πρωθιέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωθιέρεια < πρώτη (πρωτο-) πρωθ- + ιέρεια ( < αρχαία ελληνικά: ἱέρεια, δασυνόμενη λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.θiˈe.ɾi.a/

Ουσιαστικό

πρωθιέρεια θηλυκό (πρωθιερέας αρσενικό)

  • η πρώτη από τις ιέρειες σε ένα ναό ή μία τελετουργία
    σπουδαίες ηθοποιοί επιλέγονται ως πρωθιέρειες στην τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.