ιεραρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιεραρχία | οι | ιεραρχίες |
| γενική | της | ιεραρχίας | των | ιεραρχιών |
| αιτιατική | την | ιεραρχία | τις | ιεραρχίες |
| κλητική | ιεραρχία | ιεραρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιεραρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεραρχία
- για τη σημασία στις βαθμίδες υπηρεσίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hiérarchie < μεσαιωνικά λατινικά hierarchia < (ελληνιστική κοινή) ἱεραρχία)
Ουσιαστικό
ιεραρχία θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) το σύνολο των ιεραρχών μιας (ορθόδοξης) εκκλησίας
- (κατ’ επέκταση) οι θέσεις μιας υπηρεσίας (πολιτικής ή στρατιωτικής) που βρίσκονται σε κλιμακωτή σχέση εξάρτησης η καθεμιά από κάποια ανώτερή της
- (κατ’ επέκταση) η κλιμακωτή κατάταξη (προσπώπων, πραγμάτων, άυλων όντων κ.λπ.) σε βαθμίδες, από την κατώτερη προς κάποια ανώτερη
Μεταφράσεις
Πηγές
- ιεραρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιεραρχία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.