ιερότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιερότητα | οι | ιερότητες |
| γενική | της | ιερότητας | των | ιεροτήτων |
| αιτιατική | την | ιερότητα | τις | ιερότητες |
| κλητική | ιερότητα | ιερότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιερότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ιερότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ιερού, του αγίου και του αγιασμένου
- το να είναι κάποιος ή κάτι ιερός, άγιος ή αγιασμένος
- οτιδήποτε "αφορά το", και "βοηθά την προσέγγιση με το" θείο
Μεταφράσεις
ιερότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.