ιεροσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεροσύνη οι ιεροσύνες
      γενική της ιεροσύνης των ιεροσυνών
    αιτιατική την ιεροσύνη τις ιεροσύνες
     κλητική ιεροσύνη ιεροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεροσύνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερωσύνη. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερ- + -οσύνη, κατά τα ουσιαστικά σε -οσύνη). Η ορθογραφική απλοποίηση με όμικρον, ήδη από το μεσαιωνικό ἱερoσύνη.

Προφορά

ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιεροσύνη

Ουσιαστικό

ιεροσύνη θηλυκό

  1. (θρησκεία, εκκλησιαστικός όρος) το αξίωμα, το λειτούργημα του ιερέα
  2. η χειροτονία ιερέα, ο διορισμός του με ειδική τελετή
  3. το σύνολο των ιερέων, το ιερατείο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ιερός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.