ιέρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιέρισσα οι ιέρισσες
      γενική της ιέρισσας των ιερισσών
    αιτιατική την ιέρισσα τις ιέρισσες
     κλητική ιέρισσα ιέρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιέρισσα < ιερέας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

ιέρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.