sacrosaint
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | sacrosaint | sacrosaints |
| θηλυκό | sacrosainte | sacrosaintes |
sacrosaint (fr) (ορθογραφία του 1990)
- πανάγιος
- (μεταφορικά, σκωπτικό) εξαιρετικός, σεβαστός. Λέγεται συνήθως για μια παράδοση ή συνήθεια που πρέπει ο καθένας να διατηρήσει.
- (παραδοσιακή ορθογραφία) sacro-saint
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.