πρωθιεράρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωθιεράρχης οι πρωθιεράρχες
      γενική του πρωθιεράρχη των πρωθιεραρχών
    αιτιατική τον πρωθιεράρχη τους πρωθιεράρχες
     κλητική πρωθιεράρχη πρωθιεράρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωθιεράρχης < πρωθ- + ιεράρχης[1] [2]

Ουσιαστικό

πρωθιεράρχης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πρωθιεράρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρωθιεράρχης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.