γεράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεράκι τα γεράκια
      γενική του γερακιού των γερακιών
    αιτιατική το γεράκι τα γεράκια
     κλητική γεράκι γεράκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεράκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γεράκιν < ἱεράκιον < αρχαία ελληνική ἱέραξ
ένα γεράκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝeˈɾa.ci/
ομόηχο: Γεράκη

Ουσιαστικό

γεράκι ουδέτερο

  1. (πτηνό) γενική ονομασία αρπαχτικών ημερόβιων πτηνών με γαμψά νύχια και ράμφος, μακριές φτερούγες και οξύτατη όραση
  2. (μεταφορικά) ο φιλοπόλεμος αξιωματούχος

Συγγενικά

Σύνθετα

  • δεντρογέρακο
  • νανογέρακο
  • στεπογέρακο
  • χρυσογέρακο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.