ἱέραξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ῐερᾱκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἱέραξ | οἱ | ἱέρακες | |
| γενική | τοῦ | ἱέρακος | τῶν | ἱεράκων | |
| δοτική | τῷ | ἱέρακῐ | τοῖς | ἱέραξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | ἱέρακᾰ | τοὺς | ἱέρακᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἱέραξ | ἱέρακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱέρακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱεράκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||

ἱέραξ
Ετυμολογία
- επικός τύπος ἴρηξ
Παράγωγα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἱέραξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱέραξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.