ιεραρχικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιεραρχικά < ιεραρχικός +

Επίρρημα

ιεραρχικά

  1. όσον αφορά μια συγκεκριμένη ιεραρχία
    είναι ιεραρχικά ανώτερός μου
  2. ακολουθώντας μια συγκεκριμένη ιεραρχία ή ιεράρχηση
    οι στόχοι μας είναι ιεραρχικά οι ακόλουθοι: ...

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιεραρχικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.