ιεραρχημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιεραρχημένος | η | ιεραρχημένη | το | ιεραρχημένο |
| γενική | του | ιεραρχημένου | της | ιεραρχημένης | του | ιεραρχημένου |
| αιτιατική | τον | ιεραρχημένο | την | ιεραρχημένη | το | ιεραρχημένο |
| κλητική | ιεραρχημένε | ιεραρχημένη | ιεραρχημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιεραρχημένοι | οι | ιεραρχημένες | τα | ιεραρχημένα |
| γενική | των | ιεραρχημένων | των | ιεραρχημένων | των | ιεραρχημένων |
| αιτιατική | τους | ιεραρχημένους | τις | ιεραρχημένες | τα | ιεραρχημένα |
| κλητική | ιεραρχημένοι | ιεραρχημένες | ιεραρχημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιεραρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιεραρχώ
Μεταφράσεις
ιεραρχημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.