πρωθιεραρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρωθιεραρχία | οι | πρωθιεραρχίες |
| γενική | της | πρωθιεραρχίας | των | πρωθιεραρχιών |
| αιτιατική | την | πρωθιεραρχία | τις | πρωθιεραρχίες |
| κλητική | πρωθιεραρχία | πρωθιεραρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωθιεραρχία < πρωθιεράρχης + -εία
Μεταφράσεις
πρωθιεραρχία
|
|
Πηγές
- πρωθιεραρχία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.