ιεραποστολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιεραποστολικός | η | ιεραποστολική | το | ιεραποστολικό |
| γενική | του | ιεραποστολικού | της | ιεραποστολικής | του | ιεραποστολικού |
| αιτιατική | τον | ιεραποστολικό | την | ιεραποστολική | το | ιεραποστολικό |
| κλητική | ιεραποστολικέ | ιεραποστολική | ιεραποστολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιεραποστολικοί | οι | ιεραποστολικές | τα | ιεραποστολικά |
| γενική | των | ιεραποστολικών | των | ιεραποστολικών | των | ιεραποστολικών |
| αιτιατική | τους | ιεραποστολικούς | τις | ιεραποστολικές | τα | ιεραποστολικά |
| κλητική | ιεραποστολικοί | ιεραποστολικές | ιεραποστολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιεραποστολικός < ιεραπόστολος
Μεταφράσεις
ιεραποστολικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.