αρχιερατεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχιερατεία οι αρχιερατείες
      γενική της αρχιερατείας των αρχιερατειών
    αιτιατική την αρχιερατεία τις αρχιερατείες
     κλητική αρχιερατεία αρχιερατείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιερατεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιερατεία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çi.e.ɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχιερατεία

Ουσιαστικό

αρχιερατεία θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.