αρχιερατεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχιερατεία | οι | αρχιερατείες |
| γενική | της | αρχιερατείας | των | αρχιερατειών |
| αιτιατική | την | αρχιερατεία | τις | αρχιερατείες |
| κλητική | αρχιερατεία | αρχιερατείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχιερατεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιερατεία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.e.ɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐ε‐ρα‐τεί‐α
Ουσιαστικό
αρχιερατεία θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος)
- το αξίωμα του αρχιερέα
- (συνεκδοχικά) το χρονικό διάστημα άσκησης του αξιώματος
Μεταφράσεις
αρχιερατεία
|
|
Αναφορές
- αρχιερατεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.