ανίερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανίερος η ανίερη το ανίερο
      γενική του ανίερου της ανίερης του ανίερου
    αιτιατική τον ανίερο την ανίερη το ανίερο
     κλητική ανίερε ανίερη ανίερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανίεροι οι ανίερες τα ανίερα
      γενική των ανίερων των ανίερων των ανίερων
    αιτιατική τους ανίερους τις ανίερες τα ανίερα
     κλητική ανίεροι ανίερες ανίερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανίερος < αρχαία ελληνική ἀνίερος < ἀν- + ἱερός

Επίθετο

ανίερος -η -ο

  • που παραβιάζει ή χαρακτηρίζεται από εχθρότητα προς κάτι το οποίο άλλα άτομα θεωρούν ιερό ή άξιο σεβασμού
    ανίερος πόλεμος κατά της χώρας μας
    ανίερη συμμαχία

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.