ιεράρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιεράρχης | οι | ιεράρχες |
| γενική | του | ιεράρχη | των | ιεραρχών |
| αιτιατική | τον | ιεράρχη | τους | ιεράρχες |
| κλητική | ιεράρχη | ιεράρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιεράρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεράρχης[1] < ἱερός, ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε (ιερός) ιερ- + -άρχης
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.eˈɾaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ράρ‐χης
Ουσιαστικό
ιεράρχης αρσενικό
- (θρησκεία) ανώτατος κληρικός ή προϊστάμενος κληρικών μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- ιεράρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.