σεβασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σεβασμός | οι | σεβασμοί |
| γενική | του | σεβασμού | των | σεβασμών |
| αιτιατική | τον | σεβασμό | τους | σεβασμούς |
| κλητική | σεβασμέ | σεβασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεβασμός < (ελληνιστική κοινή) < σεβάζω < σέβομαι
Ουσιαστικό
σεβασμός αρσενικό
- η εκτίμηση που δείχνουμε σε κάποιο πρόσωπο για τα ψυχικά και πνευματικά του χαρίσματα και τα κάθε λογής προσόντα του
- η τήρηση και η εκούσια συμμόρφωση σε νόμο, διάταξη, όρο κλπ
- η συμπεριφορά απέναντι σε κάτι που δεν προσβάλλει ή απειλεί την ταυτότητα, την ιδιαιτερότητα ή την ίδια την ύπαρξή του
- πρέπει να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στο περιβάλλον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.