σεβασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεβασμός οι σεβασμοί
      γενική του σεβασμού των σεβασμών
    αιτιατική τον σεβασμό τους σεβασμούς
     κλητική σεβασμέ σεβασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεβασμός < (ελληνιστική κοινή) < σεβάζω < σέβομαι

Ουσιαστικό

σεβασμός αρσενικό

  1. η εκτίμηση που δείχνουμε σε κάποιο πρόσωπο για τα ψυχικά και πνευματικά του χαρίσματα και τα κάθε λογής προσόντα του
  2. η τήρηση και η εκούσια συμμόρφωση σε νόμο, διάταξη, όρο κλπ
  3. η συμπεριφορά απέναντι σε κάτι που δεν προσβάλλει ή απειλεί την ταυτότητα, την ιδιαιτερότητα ή την ίδια την ύπαρξή του
    πρέπει να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στο περιβάλλον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.