καθιερώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθιερώνω < καθιερῶ < καθ- (< κατά) + ἱερός

Ρήμα

καθιερώνω, πρτ.: καθιέρωνα, στ.μέλλ.: θα καθιερώσω, αόρ.: καθιέρωσα, παθ.φωνή: καθιερώνομαι, μτχ.π.π.: καθιερωμένος

  1. κάνω κάτι επίσημο κι αναγνωρισμένο, του δίνω τον χαρακτήρα του θεσμού
    καθιέρωσαν το δικαίωμα ψήφου
  2. υιοθετώ κάτι σαν συνήθεια
    έχουμε καθιερώσει να περνάμε μαζί τις Κυριακές
  3. βοηθώ κάποιον / κάτι να επικρατήσει σε ένα χώρο
    το βιβλίο του τον καθιέρωσε στο αναγνωστικό κοινό
  4. (εκκλησία) εγκαινιάζω ναό
    ο μητροπολίτης καθιερώνει σήμερα το ναό του Αγίου Γεωργίου

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.