καθιερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθιερώνω < καθιερῶ < καθ- (< κατά) + ἱερός
Ρήμα
καθιερώνω, πρτ.: καθιέρωνα, στ.μέλλ.: θα καθιερώσω, αόρ.: καθιέρωσα, παθ.φωνή: καθιερώνομαι, μτχ.π.π.: καθιερωμένος
- κάνω κάτι επίσημο κι αναγνωρισμένο, του δίνω τον χαρακτήρα του θεσμού
- καθιέρωσαν το δικαίωμα ψήφου
- υιοθετώ κάτι σαν συνήθεια
- έχουμε καθιερώσει να περνάμε μαζί τις Κυριακές
- βοηθώ κάποιον / κάτι να επικρατήσει σε ένα χώρο
- το βιβλίο του τον καθιέρωσε στο αναγνωστικό κοινό
- (εκκλησία) εγκαινιάζω ναό
- ο μητροπολίτης καθιερώνει σήμερα το ναό του Αγίου Γεωργίου
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθιερώνω | καθιέρωνα | θα καθιερώνω | να καθιερώνω | καθιερώνοντας | |
| β' ενικ. | καθιερώνεις | καθιέρωνες | θα καθιερώνεις | να καθιερώνεις | καθιέρωνε | |
| γ' ενικ. | καθιερώνει | καθιέρωνε | θα καθιερώνει | να καθιερώνει | ||
| α' πληθ. | καθιερώνουμε | καθιερώναμε | θα καθιερώνουμε | να καθιερώνουμε | ||
| β' πληθ. | καθιερώνετε | καθιερώνατε | θα καθιερώνετε | να καθιερώνετε | καθιερώνετε | |
| γ' πληθ. | καθιερώνουν(ε) | καθιέρωναν καθιερώναν(ε) |
θα καθιερώνουν(ε) | να καθιερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθιέρωσα | θα καθιερώσω | να καθιερώσω | καθιερώσει | ||
| β' ενικ. | καθιέρωσες | θα καθιερώσεις | να καθιερώσεις | καθιέρωσε | ||
| γ' ενικ. | καθιέρωσε | θα καθιερώσει | να καθιερώσει | |||
| α' πληθ. | καθιερώσαμε | θα καθιερώσουμε | να καθιερώσουμε | |||
| β' πληθ. | καθιερώσατε | θα καθιερώσετε | να καθιερώσετε | καθιερώστε | ||
| γ' πληθ. | καθιέρωσαν καθιερώσαν(ε) |
θα καθιερώσουν(ε) | να καθιερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθιερώσει | είχα καθιερώσει | θα έχω καθιερώσει | να έχω καθιερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθιερώσει | είχες καθιερώσει | θα έχεις καθιερώσει | να έχεις καθιερώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθιερώσει | είχε καθιερώσει | θα έχει καθιερώσει | να έχει καθιερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθιερώσει | είχαμε καθιερώσει | θα έχουμε καθιερώσει | να έχουμε καθιερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθιερώσει | είχατε καθιερώσει | θα έχετε καθιερώσει | να έχετε καθιερώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθιερώσει | είχαν καθιερώσει | θα έχουν καθιερώσει | να έχουν καθιερώσει |
| |
Μεταφράσεις
καθιερώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.