ωμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωμός | η | ωμή | το | ωμό |
| γενική | του | ωμού | της | ωμής | του | ωμού |
| αιτιατική | τον | ωμό | την | ωμή | το | ωμό |
| κλητική | ωμέ | ωμή | ωμό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωμοί | οι | ωμές | τα | ωμά |
| γενική | των | ωμών | των | ωμών | των | ωμών |
| αιτιατική | τους | ωμούς | τις | ωμές | τα | ωμά |
| κλητική | ωμοί | ωμές | ωμά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὠμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈmos/
- τονικά παρώνυμα: ώμος, όμως
Επίθετο
ωμός, -ή, -ό
- (για τρόφιμα, κρέας, λαχανικά) που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βραστεί
- ≠ αντώνυμα: ψητός, βραστός, μαγειρεμένος
- ※ Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 )
- (σπάνιο, για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει ακόμη
- (για πηλό, πλίνθο, αγγείο) που δεν έχει ψηθεί ακόμη στο καμίνι
- (μεταφορικά) χωρίς ευαισθησία και ευγένεια
- ≈ συνώνυμα: απάνθρωπος, κυνικός, σκληρός
- που δεν έχει ηθικές αναστολές ή αυτοσυγκράτηση
Συγγενικά
- ωμότητα
- ωμόπλινθος
- ωμοφάγος
- ωμά (επίρρημα)
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.