raw

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

raw < αγγλοσαξονικά hrēaw, συγγενές με το αρχαίο νορβηγικό hrár

Προφορά

 

Επίθετο

raw (en)

  1. ωμός, όχι μαγειρεμένος
  2. ακατέργαστος, ανεπεξέργαστος
    raw cane sugar - λείπει η μετάφραση
    raw sewage
  3. νέος και άπειρος
    a raw beginner
  4. ερεθισμένος
    a raw wound
  5. τραχύς
    a raw voice
  6. (αργκό) χωρίς προφυλακτικό
    We did it raw.

Συνώνυμα

Αναγραμματισμοί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.