ωμοβόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωμοβόρος η ωμοβόρα το ωμοβόρο
      γενική του ωμοβόρου της ωμοβόρας του ωμοβόρου
    αιτιατική τον ωμοβόρο την ωμοβόρα το ωμοβόρο
     κλητική ωμοβόρε ωμοβόρα ωμοβόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωμοβόροι οι ωμοβόρες τα ωμοβόρα
      γενική των ωμοβόρων των ωμοβόρων των ωμοβόρων
    αιτιατική τους ωμοβόρους τις ωμοβόρες τα ωμοβόρα
     κλητική ωμοβόροι ωμοβόρες ωμοβόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ωμοβόρος < (ελληνιστική κοινή) ὠμοβόρος < ὠμός + βορά (< βιβρώσκω)

Επίθετο

ωμοβόρος, -ος, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.